Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σχοινοβάτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
σχοινοβάτ
ης
οι
σχοινοβάτ
ες
γενική
του
σχοινοβάτ
η
των
σχοινοβατ
ών
αιτιατική
τον
σχοινοβάτ
η
τους
σχοινοβάτ
ες
κλητική
σχοινοβάτ
η
σχοινοβάτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σχοινοβάτης
<
σχοιν(ί)
+
-ο-
+
-βάτης
( <
βαίνω
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σχοινοβάτης
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ο
ακροβάτης
που
ισορροπεί
προχωρώντας πάνω σε ένα τεντωμένο
σχοινί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σχοινοβάτης
αγγλικά
:
tightrope walker
(en)
γαλλικά
:
funambule
(fr)