ενικός         πληθυντικός  
tightrope walker tightrope walkers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tightrope walker < → δείτε τις λέξεις tightrope και walker

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

tightrope walker (en)