tightrope walker
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tightrope walker | tightrope walkers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαtightrope walker (en)
- ο σχοινοβάτης, η σχοινοβάτις/σχοινοβάτισσα
- ⮡ Tightrope walkers are our circus’s main attraction.
- Οι σχοινοβάτες είναι η κεντρική ατραξιόν του τσίρκου μας.
- ⮡ Tightrope walkers are our circus’s main attraction.