funambule
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Από το λατινικό funambulus. < Από το funis, σχοινί, και ambulare, περπατώ.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfunambule (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχοινοβάτης, -ισσα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίακαι
- danseur de corde