Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.bat/
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
acrobate < ακροβάτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kʁɔ.bat/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
acrobate acrobates

acrobate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ακροβάτης
  2. ακροβάτισσα

Συγγενικά

επεξεργασία