κήλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κήλη | οι | κήλες |
γενική | της | κήλης | — | |
αιτιατική | την | κήλη | τις | κήλες |
κλητική | κήλη | κήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κήλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κήλη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακήλη θηλυκό
- (ιατρική) η εξαιτίας παθολογικών αιτίων προβολή ενός εσωτερικού οργάνου ή τμήματός του από τη φυσιολογική του θέση
- κήλη εντέρου, κήλη δίσκου
Σύνθετα
επεξεργασία Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-κήλη»