• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

βουβωνοκήλη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουβωνοκήλη οι βουβωνοκήλες
      γενική της βουβωνοκήλης —
    αιτιατική τη βουβωνοκήλη τις βουβωνοκήλες
     κλητική βουβωνοκήλη βουβωνοκήλες
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται.
όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

βουβωνοκήλη < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή βουβωνοκήλη

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

βουβωνοκήλη θηλυκό

  • (ιατρική) κήλη στον βουβώνα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • βουβωνοκηλικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    βουβωνοκήλη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βουβωνοκήλη&oldid=4871128"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Οκτωβρίου 2020, στις 01:51

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Οκτωβρίου 2020, στις 01:51.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie