βουβωνοκηλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουβωνοκηλικός < ελληνιστική κοινή βουβωνοκηλικός < βουβωνοκήλ(η) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βουβωνοκηλικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την βουβωνοκήλη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουβωνοκηλικός
|