ομφαλοκήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομφαλοκήλη | οι | ομφαλοκήλες |
γενική | της | ομφαλοκήλης | — | |
αιτιατική | την | ομφαλοκήλη | τις | ομφαλοκήλες |
κλητική | ομφαλοκήλη | ομφαλοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομφαλοκήλη θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομφαλοκήλη