εντεροκήλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντεροκήλη | οι | εντεροκήλες |
γενική | της | εντεροκήλης | — | |
αιτιατική | την | εντεροκήλη | τις | εντεροκήλες |
κλητική | εντεροκήλη | εντεροκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεροκήλη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐντεροκήλη. Συγχρονικά αναλύεται σε εντερο- + κήλη
Ουσιαστικό επεξεργασία
εντεροκήλη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εντεροκήλη
|