Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόπτωση οι προπτώσεις
      γενική της πρόπτωσης* των προπτώσεων
    αιτιατική την πρόπτωση τις προπτώσεις
     κλητική πρόπτωση προπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόπτωση < ελληνιστική κοινή πρόπτωσις < αρχαία ελληνική προπίπτω < πίπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόπτωση θηλυκό

  1. (λόγιο) η προς τα κάτω πτώση
  2. (λόγιο) η προς τα μπρος πτώση
  3. (ιατρική) η πτώση, μετατόπιση ή μετακίνηση ενός οργάνου του σώματος (μήτρα, ορθόν κ.λπ.) από την συνήθη φυσιολογική θέση του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία