πρόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόπτωση | οι | προπτώσεις |
γενική | της | πρόπτωσης* | των | προπτώσεων |
αιτιατική | την | πρόπτωση | τις | προπτώσεις |
κλητική | πρόπτωση | προπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόπτωση < ελληνιστική κοινή πρόπτωσις < αρχαία ελληνική προπίπτω < πίπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόπτωση θηλυκό
- (λόγιο) η προς τα κάτω πτώση
- (λόγιο) η προς τα μπρος πτώση
- (ιατρική) η πτώση, μετατόπιση ή μετακίνηση ενός οργάνου του σώματος (μήτρα, ορθόν κ.λπ.) από την συνήθη φυσιολογική θέση του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόπτωση
|