Δείτε επίσης: ἔντερο, εντερο-, ἐντερο-
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έντερο τα έντερα
      γενική του εντέρου
& έντερου
των εντέρων
    αιτιατική το έντερο τα έντερα
     κλητική έντερο έντερα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απεικόνιση του ανθρώπινου εντέρου

Ετυμολογία

επεξεργασία
έντερο < αρχαία ελληνική ἔντερον. Συγκρίνετε με το άντερο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία