δυσεντερία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυσεντερία < αρχαία ελληνική δυσεντερία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυσεντερία θηλυκό
- (ιατρική): λοιμώδης νόσος με διαταραχή της λειτουργίας του παχέος εντέρου που οφείλεται σε μικροοργανισμούς και εκδηλώνεται με κοιλιακούς πόνους, διάρροια και αίμα στα κόπρανα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δυσεντερία