πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάρροια οι διάρροιες
      γενική της διάρροιας των διαρροιών
    αιτιατική τη διάρροια τις διάρροιες
     κλητική διάρροια διάρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάρροια θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τις λέξεις διαρρέω, διά και ρέω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Στυλιανός Γ. Βίος, Χιακά γλωσσικά: πραγματεία βραβευθείσα εν τω γλωσσ. διαγωνισμώ του 1918, Τύποις Παγχιάκης, 1920, σελ. 106