ευκοίλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ευκοίλια | ||
γενική | των | ευκοίλιων | ||
αιτιατική | τα | ευκοίλια | ||
κλητική | ευκοίλια | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευκοίλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ευκοίλιος στον πληθυντικό < ελληνιστική κοινή εὐκοίλιος < αρχαία ελληνική εὖ + κοιλία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευκοίλια ουδέτερο στον πληθυντικό
- η διάρροια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευκοίλια
|