↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογοδιάρροια οι λογοδιάρροιες
      γενική της λογοδιάρροιας των λογοδιαρροιών
    αιτιατική τη λογοδιάρροια τις λογοδιάρροιες
     κλητική λογοδιάρροια λογοδιάρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοδιάρροια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λογοδιάρροια[1][2]< λογο- + διάρροια (< διαρρέω < διά + ῥέω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lo.ɣo.ðiˈa.ɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λο‐γο‐δι‐άρ‐ροι‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοδιάρροια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. λογοδιάρροιαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. λογοδιάρροια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λογοδιάρροι αἱ λογοδιάρροιαι
      γενική τῆς λογοδιαρροίᾱς τῶν λογοδιαρροιῶν
      δοτική τῇ λογοδιαρροί ταῖς λογοδιαρροίαις
    αιτιατική τὴν λογοδιάρροιᾰν τὰς λογοδιαρροίᾱς
     κλητική ! λογοδιάρροι λογοδιάρροιαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογοδιαρροί
γεν-δοτ τοῖν  λογοδιαρροίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοδιάρροια (ελληνιστική κοινή) < λόγο(ς) + διάρροια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λογοδιάρροια, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία