Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λογόρροια οι λογόρροιες
      γενική της λογόρροιας των λογορροιών
    αιτιατική τη λογόρροια τις λογόρροιες
     κλητική λογόρροια λογόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογόρροια < λόγ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογόρροια θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία