λογόρροια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογόρροια < λόγ(ος) + -ο- + -ρροια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογόρροια θηλυκό
- ακατάπαυστη ομιλία
λογόρροια θηλυκό