Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαρροϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαρροϊκ
ός
η
διαρροϊκ
ή
το
διαρροϊκ
ό
γενική
του
διαρροϊκ
ού
της
διαρροϊκ
ής
του
διαρροϊκ
ού
αιτιατική
τον
διαρροϊκ
ό
τη
διαρροϊκ
ή
το
διαρροϊκ
ό
κλητική
διαρροϊκ
έ
διαρροϊκ
ή
διαρροϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαρροϊκ
οί
οι
διαρροϊκ
ές
τα
διαρροϊκ
ά
γενική
των
διαρροϊκ
ών
των
διαρροϊκ
ών
των
διαρροϊκ
ών
αιτιατική
τους
διαρροϊκ
ούς
τις
διαρροϊκ
ές
τα
διαρροϊκ
ά
κλητική
διαρροϊκ
οί
διαρροϊκ
ές
διαρροϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαρροϊκός
<
ελληνιστική κοινή
διαρροϊκός
<
αρχαία ελληνική
διάρροια
<
διαρρέω
<
διά
+
ῥέω
Επίθετο
επεξεργασία
διαρροϊκός
, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τη
διάρροια
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
διαρροϊκά
→
δείτε
τις
λέξεις
διάρροια
,
διαρρέω
,
διά
και
ρέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαρροϊκός