Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κόπρανα
      γενική των κοπράνων
    αιτιατική τα κόπρανα
     κλητική κόπρανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόπρανα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόπρανα < κόπρ(ος) + -ανα, πληθυντικός του -ανον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.pɾa.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐πρα‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόπρανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόπρανα < κόπρ(ος) + -ανα, πληθυντικός του -ανον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόπρᾰνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία