περίττωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περίττωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίττωμα[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.to.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρίτ‐τω‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περίττωμα ουδέτερο
- το στερεό υλικό που αποβάλλεται από άνθρωπο ή ζώο και προέρχεται από το πεπτικό του σύστημα, τα κόπρανα ή οι κουτσουλιές
Συνώνυμα
επεξεργασία
προφορικά ή ανεπίσημα:
|
περίττωμα ζώου |
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περίττωμα
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ περίττωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
περίττωμα < περίσσωμα (μετατροπή του διπλού σίγμα σε διπλό ταυ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περίττωμα ουδέτερο
- περίσσωμα στην αττική διάλεκτο
Πηγές
επεξεργασία
- περίττωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.