Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίσσωμα < περισσεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίσσωμα ουδέτερο (αττική διάλεκτος: περίττωμα)

  1. κάθε τι που περισσεύει
  2. (ειδικότερα) κάθε τι που προέρχεται από τη διαδικασία της πέψης των τροφών και αποβάλλεται είτε σαν περίττωμα είτε σαν εμετός