περίσσωμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
περίσσωμα < περισσεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περίσσωμα ουδέτερο (αττική διάλεκτος: περίττωμα)
- κάθε τι που περισσεύει
- (ειδικότερα) κάθε τι που προέρχεται από τη διαδικασία της πέψης των τροφών και αποβάλλεται είτε σαν περίττωμα είτε σαν εμετός