Ετυμολογία

επεξεργασία
excrément < excréter + -ment

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛk.skʁe.mɑ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
excrément excréments

excrément (fr)