πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουράδα οι κουράδες
      γενική της κουράδας
    αιτιατική την κουράδα τις κουράδες
     κλητική κουράδα κουράδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Προφορά

Ουσιαστικό

κουράδα θηλυκό

  1. (χυδαίο) το στερεό και σχηματισμένο σκατό
      Πάλι κουράδα πάτησα!
  2. (χυδαίο, μειωτικό) αντιπαθητικός άνθρωπος
      Σκάσε ρε κουράδα!

Συγγενικά

Παροιμίες

Μεταφράσεις