κώλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώλος | οι | κώλοι |
γενική | του | κώλου | των | κώλων |
αιτιατική | τον | κώλο | τους | κώλους |
κλητική | κώλε | κώλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κώλος < μεσαιωνική ελληνική κῶλος < ελληνιστική κοινή κῶλος (πρωκτός) < αρχαία ελληνική κῶλον (μέρος, τμήμα σώματος). Εναλλαγή κωλ-, κολ- (κόλον (τμήμα του παχέως εντέρου) πιθανόν με την επίδραση της λατινικής cūlus (πρωκτός)[1][2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɔ.lɔs/
- συλλαβισμός : κώ‐λος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κώλος αρσενικό
- ο πισινός, τα οπίσθια, οι γλουτοί
- του έδωσα μια ξυλιά στον κώλο
- (και στον πληθυντικό) Κοίτα κάτι κώλους που έχει.
- (συνεκδοχικά) το μέρος του ρούχου που αντιστοιχεί στα οπίσθια
- σχίστηκε ο κώλος του παντελονιού
- (στον ενικό) ο πρωκτός
- έχω φαγούρα στον κώλο
- (μεταφορικά) το πίσω ή κάτω μέρος ενός αντικειμένου
- ο κώλος του αυτοκινήτου, ο κώλος του πλοίου (η πρύμνη), ο κώλος του αυγού
- (μεταφορικά) ο πυθμένας, ο πάτος αγγείου, δοχείου, καλαθιού
- με τόσο φορτίο άνοιξε ο κώλος του καλαθιού
- (υβριστικό, χυδαίο υποτιμητικός χαρακτηρισμός
- άντε πνίξου ρε κώλε!
- → και δείτε τη λέξη κωλο-
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αγκάθια/παλούκια έχει ο κώλος του: για υπερκινητικό άνθρωπο
- αυγό να πέσει από τον κώλο του δε θα σπάσει: για πολύ κοντό άνθρωπο
- άμα δεν βρέξεις κώλο...(δεν τρως ψάρι): λέγεται για κάτι που δε γίνεται χωρίς προσπάθεια ή χωρίς τίμημα
- αν σου βαστάει ο κώλος: αν τολμάς
- γίνανε κώλος: λέγεται για άγριο τσακωμό
- είναι κώλος και βρακί: λέγεται για δύο ανθρώπους που συνδέονται στενά
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος
- μιλάνε όλοι, μιλάν κι οι κώλοι: όταν εκφέρουν άποψη ή ασκούν κριτική άνθρωποι που είναι άσχετοι με το θέμα ή είναι χαμηλής υπόληψης
- μου βγήκε ο κώλος ή μου έφυγε ο κώλος: κουράστηκα πάρα πολύ
- ο κώλος του μυρίζει ποδαρίλα: για πολύ κοντό άνθρωπο
- (ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι) ό,τι αρπάξει ο κώλος μας: ό,τι λάχει
- πήρε ο κώλος του φωτιά: έπαθε ζημιά
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί πότε ο κώλος του πονεί: για κάποιον που υποκρίνεται τον ανήμπορο ή τον άρρωστο
- στήνω κώλο: υφίσταμαι ταπείνωση για να πετύχω κάτι
- χτυπώ τον κώλο μου στο τσιμέντο / που να χτυπάς τον κώλο σου στο τσιμέντο: για κάτι ανέφικτο/μάταιο όσο κι αν το ποθείς/προσπαθείς
- στρώσε τον κώλο σου: κάτσε ήσυχα σε ένα μέρος, αφοσιώσου στη μελέτη
- Στρώσε τον κώλο σου και διάβασε!
- τα θέλει ο κώλος του, τον τρώει ο κώλος του: προκαλεί, πάει γυρεύοντας για μπελάδες
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους: λέγεται όταν μια κατάσταση είναι πάνω από τις δυνατότητες κάποιου
- του έκοψαν τον κώλο: του έκοψαν το θάρρος, τον τρομοκράτησαν
- του έπιασαν τον κώλο: τον εκμεταλλεύτηκαν, π.χ. πλήρωσε κάτι παραπάνω από την πραγματική του αξία
- του κώλου: για κάτι που δεν θεωρείται αξιόπιστο, σοβαρό ή της προκοπής
- λόγια του κώλου, ιδεολογία του κώλου, ομάδα του κώλου κ.λπ.
- του κώλου τα εννιάμερα (υβριστικά, χυδαία): για κάτι ανάξιο λόγου
- χτυπώ τον κώλο μου κάτω: καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για κάτι
- άσπρο κώλο που ΄χει η νύφη να ΄χαμαν και ΄μεις οι γύφτοι: έκφραση ζήλειας για κάτι δύσκολα/απίθανα εφικτό με ταυτόχρονη μια παραδοχή της αδυναμίας αυτής - μια κάποια μοιρολατρεία
- οι μεγάλοι κώλοι βγάζουν και μεγάλες κουράδες: όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά
- για κώλους θα μιλάμε;: μην μιλάς για ασήμαντα άτομα ή θέματα
- εμπρός - λαέ - μη σκύβεις το κεφάλι - στήσ' απλά τον κώλο σου να φας καυλί και πάλι (σκωπτικοί συνθηματικοί στίχοι από θεατρική επιθεώρηση)
- βάλε τα λεφτά στον κώλο: έκφραση εναντίον πλουσίου ή κλέφτη, επίσης και: θα σου βάλω/χώσω τα λεφτά στον κώλο
- χέζει ο κώλος του λεφτά: έχει πολλά λεφτά, πάνε καλά οι δουλειές του
- τον κώλο τον έχουμε για να χέζουμε: μην κάνεις πρωκτικό σεξ
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
από το αρχαίο κῶλον
διαφορετικής ετυμολογίας
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κώλος
Επεξεργασία
- ↑ «κώλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.