σκωπτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκωπτικός < ελληνιστική σκωπτικός < σκώπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /skɔ.pti.ˈkɔs/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /skɔ.pti.ˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /skɔ.pti.ˈkɔ/ ουδέτερο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σκωπτικός, -ή, -ό
- που κοροϊδεύει, που ενοχλεί κάποιον εμπαίζοντάς τον
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- ειρωνικός
- θυμηδικός, (δηκτικά θυμηδής)
- καυστικός
- κοροϊδευτικός
- πειραχτικός
- περιπαικτικός
- σαρκαστικός
- σατιρικός
- χλευαστικός