σκώπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκώπτω < αβέβαιης ετυμολογιας, ή από το σκώψ (τον μπούφο), ή από το σκάπτω, ή από την σκοπή / το σκέπτομαι
Ρήμα
επεξεργασίασκώπτω
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκώπτω
|
Πηγές
επεξεργασία- σκώπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκώπτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασκώπτω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίασκώπτω
- περιπαίζω, περιγελώ, χλευάζω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 540
- οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
- δεν κορόιδεψε αυτή φαλακρούς, ούτε κόρδακα έσυρε,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ἔσκωψε τοὺς φαλακρούς, οὐδὲ κόρδαχ᾽ εἵλκυσεν,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 992
- καὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνεσθαι, κἂν σκώπτῃ τίς σε φλέγεσθαι·
- για όσα πρέπει να ντρέπεσαι θα ᾽χεις ντροπή, κι αν κανείς σε πειράζει, θ᾽ αγριεύεις·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- καὶ τοῖς αἰσχροῖς αἰσχύνεσθαι, κἂν σκώπτῃ τίς σε φλέγεσθαι·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου, 134
- εἶτα, εἴ σ᾽ ἐπὶ τούτοις ἔσκωψεν Ἀρχετίων ἤ τις ἄλλος, πάντας ἤλαυνες;
- Και επειδή σε περιγέλασε για το θέμα αυτό ο Αρχετίων ή κάποιος άλλος, τους κυνηγούσες όλους;
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου @greek‑language.gr
- εἶτα, εἴ σ᾽ ἐπὶ τούτοις ἔσκωψεν Ἀρχετίων ἤ τις ἄλλος, πάντας ἤλαυνες;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 540
- πειράζω, αστειεύομαι, λέω αστεία
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1152a
- καὶ ἔοικε δὴ ὁ ἀκρατὴς πόλει ἣ ψηφίζεται μὲν ἅπαντα τὰ δέοντα καὶ νόμους ἔχει σπουδαίους, χρῆται δὲ οὐδέν, ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·
- Στην πραγματικότητα ο ακρατής άνθρωπος μοιάζει με την πόλη που εκδίδει όλα τα σωστά ψηφίσματα και έχει εξαίρετους νόμους, που δεν εφαρμόζει όμως τίποτε από όλα αυτά — όπως το είπε σκωπτικά ο Αναξανδρίδης: «Η πόλη το ᾽θελε, που για τους νόμους δεν της καίγεται καρφί,»
- Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- καὶ ἔοικε δὴ ὁ ἀκρατὴς πόλει ἣ ψηφίζεται μὲν ἅπαντα τὰ δέοντα καὶ νόμους ἔχει σπουδαίους, χρῆται δὲ οὐδέν, ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν ἡ πόλις ἐβούλεθ᾽, ᾗ νόμων οὐδὲν μέλει·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 8, 1152a
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
σκωπτ-, σκωμμ-, σκωψ-
σκωπτ-, σκωμμ-, σκωψ-
θέμα σκωπτ- |
θέμα σκωμμ- |
θέμα σκωψ- |
Πηγές
επεξεργασία- σκώπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκώπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.