Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλοσκώμμων < φίλος + σκῶμμα < σκώπτω

  Επίθετο επεξεργασία

φιλοσκώμμων, -ων, -ον

  • που αρέσκεται να περιπαιζει, να ειρωνεύεται