• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

σκώμμα

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκώμμα τα σκώμματα
      γενική του σκώμματος των σκωμμάτων
    αιτιατική το σκώμμα τα σκώμματα
     κλητική σκώμμα σκώμματα
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σκώμμα < αρχαία ελληνική σκῶμμα < σκώπτω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σκώμμα ουδέτερο

  • (λόγιο) περιπαικτικός αστεϊσμός

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • εμπαιγμός
  • κοροϊδία
  • πείραγμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    σκώμμα
  • αγγλικά : teasing (en)• πιο καυστικά: derision (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκώμμα&oldid=4645337"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Μαΐου 2020, στις 23:22

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Μαΐου 2020, στις 23:22.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie