περιπαίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpe.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐παί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπεριπαίζω
- λέω σε κάποιον πράγματα αστεία, τα οποία όμως τον ενοχλούν, με ευχάριστη συνήθως διάθεση και με σκοπό να διασκεδάσω με τις αντιδράσεις του
- (μεταφορικά, μειωτικό) εξαπατώ κάποιον λέγοντας πράγματα που δεν στέκουν ή δεν έχουν σχέση με το θέμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απερίπαικτος / απερίπαιχτος
- περίπαιγμα
- περιπαικτικά / περιπαιχτικά
- περιπαικτικός / περιπαιχτικός
- περιπαικτικώς
- → δείτε τις λέξεις περί και παίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ περιπαίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ περιπαίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας