Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστεία < αστείος

  Επίρρημα επεξεργασία

αστεία

  1. με αστείο τρόπο
    περπατούσε κάπως αστεία μετά από δύο ώρες ιππασία
  2. αστειευόμενος, όχι σοβαρά, στ' αστεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αστεία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αστείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστείος