Ετυμολογία

επεξεργασία
αστεία < αστείος

Επίρρημα

επεξεργασία

αστεία

  1. με αστείο τρόπο
    περπατούσε κάπως αστεία μετά από δύο ώρες ιππασία
  2. αστειευόμενος, όχι σοβαρά, στ' αστεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία