περιπαικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐παι‐κτι‐κός
- ομόηχο: περιπαικτικώς
Επίθετο
επεξεργασία
περιπαικτικός, -ή, -ό
- που περιπαίζει