Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπαικτικός η περιπαικτική το περιπαικτικό
      γενική του περιπαικτικού της περιπαικτικής του περιπαικτικού
    αιτιατική τον περιπαικτικό την περιπαικτική το περιπαικτικό
     κλητική περιπαικτικέ περιπαικτική περιπαικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπαικτικοί οι περιπαικτικές τα περιπαικτικά
      γενική των περιπαικτικών των περιπαικτικών των περιπαικτικών
    αιτιατική τους περιπαικτικούς τις περιπαικτικές τα περιπαικτικά
     κλητική περιπαικτικοί περιπαικτικές περιπαικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπαικτικός < περιπαίζω + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐παι‐κτι‐κός
ομόηχο: περιπαικτικώς

  Επίθετο επεξεργασία

περιπαικτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία