Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περίπαιγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
περίπαιγμα
τα
περιπαίγμα
τ
α
γενική
του
περιπαίγμα
τ
ος
των
περιπαιγμά
τ
ων
αιτιατική
το
περίπαιγμα
τα
περιπαίγμα
τ
α
κλητική
περίπαιγμα
περιπαίγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
περίπαιγμα
<
περιπαίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περίπαιγμα
ουδέτερο
(
σπάνιο
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
περιπαίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
εμπαιγμός
κοροϊδία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περίπαιγμα
→
δείτε
τις λέξεις
εμπαιγμός
και
κοροϊδία