εμπαίζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εμπαίζω < αρχαίο ἐμπαίζω
ΡήμαΕπεξεργασία
εμπαίζω
- συμπεριφέρομαι προσβλητικά ή περιφρονητικά σε κάποιον, με αστεϊσμούς σε βάρος του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
περιπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ, χλευάζω ξεγελώ, εξαπατώ