Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπαίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.3
Συνώνυμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπαίζω
< αρχαίο
ἐμπαίζω
<
ἐν
+ παίζω
Ρήμα
επεξεργασία
εμπαίζω
συμπεριφέρομαι
προσβλητικά
ή
περιφρονητικά
σε κάποιον, με
αστεϊσμούς
σε βάρος του
Συνώνυμα
επεξεργασία
περιπαίζω
κοροϊδεύω
περιγελώ
χλευάζω
ξεγελώ
εξαπατώ
Συγγενικά
επεξεργασία
εμπαιγμός
εμπαίκτης
εμπαικτικά
(
εμπαικτικώς
)
εμπαικτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπαίζω
γαλλικά
:
persifler
(fr)