↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμπαικτικός η εμπαικτική το εμπαικτικό
      γενική του εμπαικτικού της εμπαικτικής του εμπαικτικού
    αιτιατική τον εμπαικτικό την εμπαικτική το εμπαικτικό
     κλητική εμπαικτικέ εμπαικτική εμπαικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμπαικτικοί οι εμπαικτικές τα εμπαικτικά
      γενική των εμπαικτικών των εμπαικτικών των εμπαικτικών
    αιτιατική τους εμπαικτικούς τις εμπαικτικές τα εμπαικτικά
     κλητική εμπαικτικοί εμπαικτικές εμπαικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπαικτικός < εμπαίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

εμπαικτικός, -ή, -ό


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία