εμπαικτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπαικτικός < εμπαίζω
Επίθετο
επεξεργασίαεμπαικτικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στον εμπαιγμό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εμπαίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμπαικτικός
εμπαικτικός, -ή, -ό