persifleur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | persifleur | persifleurs |
θηλυκό | persifleure | persifleures |
persifleur (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | persiflteur | persiflteurs |
θηλυκό | persifltrice | persifltrices |
persifleur (fr)