εμπαίκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμπαίκτης < μεσαιωνική ελληνική ἐμπαίκτης < αρχαία ελληνική ἐμπαίζω (ἐν + παίζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμπαίκτης αρσενικό (θηλυκό εμπαίκτρια)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμπαίκτης