Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπαίκτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμπαίκτρι
α
οι
εμπαίκτρι
ες
γενική
της
εμπαίκτρι
ας
των
εμπαικτρι
ών
αιτιατική
την
εμπαίκτρι
α
τις
εμπαίκτρι
ες
κλητική
εμπαίκτρι
α
εμπαίκτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμπαίκτρια
<
θηλυκό
του
εμπαίκτης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμπαίκτρια
θηλυκό
αυτή που αρέσκεται να
εμπαίζει
τους άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμπαίκτρια
γαλλικά
:
persifleuse
(fr)