χλευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλευάζω < αρχαία ελληνική χλευάζω
Ρήμα
επεξεργασίαχλευάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χλευάζω | χλεύαζα | θα χλευάζω | να χλευάζω | χλευάζοντας | |
β' ενικ. | χλευάζεις | χλεύαζες | θα χλευάζεις | να χλευάζεις | χλεύαζε | |
γ' ενικ. | χλευάζει | χλεύαζε | θα χλευάζει | να χλευάζει | ||
α' πληθ. | χλευάζουμε | χλευάζαμε | θα χλευάζουμε | να χλευάζουμε | ||
β' πληθ. | χλευάζετε | χλευάζατε | θα χλευάζετε | να χλευάζετε | χλευάζετε | |
γ' πληθ. | χλευάζουν(ε) | χλεύαζαν χλευάζαν(ε) |
θα χλευάζουν(ε) | να χλευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χλεύασα | θα χλευάσω | να χλευάσω | χλευάσει | ||
β' ενικ. | χλεύασες | θα χλευάσεις | να χλευάσεις | χλεύασε | ||
γ' ενικ. | χλεύασε | θα χλευάσει | να χλευάσει | |||
α' πληθ. | χλευάσαμε | θα χλευάσουμε | να χλευάσουμε | |||
β' πληθ. | χλευάσατε | θα χλευάσετε | να χλευάσετε | χλευάστε | ||
γ' πληθ. | χλεύασαν χλευάσαν(ε) |
θα χλευάσουν(ε) | να χλευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χλευάσει | είχα χλευάσει | θα έχω χλευάσει | να έχω χλευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις χλευάσει | είχες χλευάσει | θα έχεις χλευάσει | να έχεις χλευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει χλευάσει | είχε χλευάσει | θα έχει χλευάσει | να έχει χλευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χλευάσει | είχαμε χλευάσει | θα έχουμε χλευάσει | να έχουμε χλευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε χλευάσει | είχατε χλευάσει | θα έχετε χλευάσει | να έχετε χλευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χλευάσει | είχαν χλευάσει | θα έχουν χλευάσει | να έχουν χλευάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλευάζω < χλεύη
Ρήμα
επεξεργασίαχλευάζω ( μέσο και παθητικό: χλευάζομαι)
- ἐπισκώπτων καί παίζων καί χλευάζων