Ετυμολογία

επεξεργασία

χλευάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
χλευάζω < χλεύη

χλευάζω ( μέσο και παθητικό: χλευάζομαι)

  • ἐπισκώπτων καί παίζων καί χλευάζων

Συγγενικά

επεξεργασία