Ετυμολογία

επεξεργασία
bafouer < μέση γαλλική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.fwe/
 

bafouer (fr)

  • χλευάζω
    Les droits de l'Homme sont bafoués dans ce pays. - Τα ανθρώπινα δικαιώματα χλευάζονται σ' αυτή τη χώρα.