λοιδορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λοιδορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λοιδορῶ, συνηρημένος τύπος του λοιδορέω, με διάφορες υποθέσεις ετυμολόγησης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /li.ðoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λοι‐δο‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίαλοιδορώ, αόρ.: λοιδόρησα, παθ.φωνή: λοιδορούμαι, π.αόρ.: λοιδορήθηκα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λοιδορώ | λοιδορούσα | θα λοιδορώ | να λοιδορώ | λοιδορώντας | |
β' ενικ. | λοιδορείς | λοιδορούσες | θα λοιδορείς | να λοιδορείς | ||
γ' ενικ. | λοιδορεί | λοιδορούσε | θα λοιδορεί | να λοιδορεί | ||
α' πληθ. | λοιδορούμε | λοιδορούσαμε | θα λοιδορούμε | να λοιδορούμε | ||
β' πληθ. | λοιδορείτε | λοιδορούσατε | θα λοιδορείτε | να λοιδορείτε | λοιδορείτε | |
γ' πληθ. | λοιδορούν(ε) | λοιδορούσαν(ε) | θα λοιδορούν(ε) | να λοιδορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λοιδόρησα | θα λοιδορήσω | να λοιδορήσω | λοιδορήσει | ||
β' ενικ. | λοιδόρησες | θα λοιδορήσεις | να λοιδορήσεις | λοιδόρησε | ||
γ' ενικ. | λοιδόρησε | θα λοιδορήσει | να λοιδορήσει | |||
α' πληθ. | λοιδορήσαμε | θα λοιδορήσουμε | να λοιδορήσουμε | |||
β' πληθ. | λοιδορήσατε | θα λοιδορήσετε | να λοιδορήσετε | λοιδορήστε | ||
γ' πληθ. | λοιδόρησαν λοιδορήσαν(ε) |
θα λοιδορήσουν(ε) | να λοιδορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λοιδορήσει | είχα λοιδορήσει | θα έχω λοιδορήσει | να έχω λοιδορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λοιδορήσει | είχες λοιδορήσει | θα έχεις λοιδορήσει | να έχεις λοιδορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λοιδορήσει | είχε λοιδορήσει | θα έχει λοιδορήσει | να έχει λοιδορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λοιδορήσει | είχαμε λοιδορήσει | θα έχουμε λοιδορήσει | να έχουμε λοιδορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λοιδορήσει | είχατε λοιδορήσει | θα έχετε λοιδορήσει | να έχετε λοιδορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λοιδορήσει | είχαν λοιδορήσει | θα έχουν λοιδορήσει | να έχουν λοιδορήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λοιδορούμαι | λοιδορούμουν | θα λοιδορούμαι | να λοιδορούμαι | ||
β' ενικ. | λοιδορείσαι | λοιδορούσουν | θα λοιδορείσαι | να λοιδορείσαι | ||
γ' ενικ. | λοιδορείται | λοιδορούνταν | θα λοιδορείται | να λοιδορείται | ||
α' πληθ. | λοιδορούμαστε | λοιδορούμασταν λοιδορούμαστε |
θα λοιδορούμαστε | να λοιδορούμαστε | ||
β' πληθ. | λοιδορείστε | λοιδορούσασταν λοιδορούσαστε |
θα λοιδορείστε | να λοιδορείστε | λοιδορείστε | |
γ' πληθ. | λοιδορούνται | λοιδορούνταν | θα λοιδορούνται | να λοιδορούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λοιδορήθηκα | θα λοιδορηθώ | να λοιδορηθώ | λοιδορηθεί | ||
β' ενικ. | λοιδορήθηκες | θα λοιδορηθείς | να λοιδορηθείς | λοιδορήσου | ||
γ' ενικ. | λοιδορήθηκε | θα λοιδορηθεί | να λοιδορηθεί | |||
α' πληθ. | λοιδορηθήκαμε | θα λοιδορηθούμε | να λοιδορηθούμε | |||
β' πληθ. | λοιδορηθήκατε | θα λοιδορηθείτε | να λοιδορηθείτε | λοιδορηθείτε | ||
γ' πληθ. | λοιδορήθηκαν λοιδορηθήκαν(ε) |
θα λοιδορηθούν(ε) | να λοιδορηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω λοιδορηθεί | είχα λοιδορηθεί | θα έχω λοιδορηθεί | να έχω λοιδορηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις λοιδορηθεί | είχες λοιδορηθεί | θα έχεις λοιδορηθεί | να έχεις λοιδορηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει λοιδορηθεί | είχε λοιδορηθεί | θα έχει λοιδορηθεί | να έχει λοιδορηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε λοιδορηθεί | είχαμε λοιδορηθεί | θα έχουμε λοιδορηθεί | να έχουμε λοιδορηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε λοιδορηθεί | είχατε λοιδορηθεί | θα έχετε λοιδορηθεί | να έχετε λοιδορηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν λοιδορηθεί | είχαν λοιδορηθεί | θα έχουν λοιδορηθεί | να έχουν λοιδορηθεί |