• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κακολογώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : κακολογῶ

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
κακολογώ < αρχαία ελληνική κακολογέω / κακολογῶ < κακός + λέγω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.loˈɣo/

Ρήμα

επεξεργασία

κακολογώ (παθητική φωνή: κακολογούμαι)

  • μιλώ άσχημα για κάποιον, τον σχολιάζω (αρνητικά)

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • διαβάλλω
  • διασύρω
  • δυσφημώ
  • (κουτσομπολεύω)
  • σπιλώνω
  • λασπολογώ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ακακολόγητα
  • ακακολόγητος
  • αυτοκακολογούμαι
  • κακολογημένος
  • κακολογία
  • κακολογιάζω
  • κακολόγος
  • κακόλογος
  • → δείτε τις λέξεις κακός και λέγω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κακολογώ
  • αγγλικά : badmouth (en), malign (en), denigrate (en), vilify (en)
  • γαλλικά : cancaner (fr), commérer (fr), médire (fr), calomnier (fr), dire du mal (fr)
  • παλαιά γαλλικά : dejangler, sordire
  • εσπεράντο : klaĉi (eo)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κακολογώ&oldid=7127327"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:41

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Μαΐου 2025, στις 18:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας