Ετυμολογία

επεξεργασία
λασπολογώ < λασπο- (< λάσπη) + -λογώ (< λόγος)

λασπολογώ

  • διαδίδω ανυπόστατες φήμες με αποτέλεσμα να διασύρω κάποιον

~