sling mud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαsling mud (en)
- (ιδιωματισμός) λασπολογώ
- ⮡ Publications with shady goals and blatant sensationalism keep on slinging mud.
- Έντυπα με σκοτεινούς στόχους και κατάφωρο κιτρινισμό εξακολουθούν να λασπολογούν.
- ⮡ He managed to get elected mayor by slinging mud at his main opponent.
- Κατόρθωσε να βγει δήμαρχος λασπολογώντας εναντίον του κύριου αντιπάλου του.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slander
- ⮡ Publications with shady goals and blatant sensationalism keep on slinging mud.