Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
slander slanders

slander (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η συκοφαντία, η δυσφήμηση
      His political opponents fabricated slander against him.
    Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν συκοφαντίες εναντίον του.
      She sued the newspaper for slander.
    Μήνυσε την εφημερίδα για δυσφήμηση.
ενεστώτας slander
γ΄ ενικό ενεστώτα slanders
αόριστος slandered
παθητική μετοχή slandered
ενεργητική μετοχή slandering

slander (en)

  • συκοφαντώ, δυσφημώ, σπιλώνω, κακολογώ, διασύρω, κάνω μια ψευδή δήλωση για κάποιον που σκοπεύει να βλάψει την καλή γνώμη που έχουν οι άνθρωποι γι' αυτόν
      Don’t slander him, because he hasn’t done anything wrong.
    Μην τον συκοφαντείς, γιατί δεν έχει κάνει τίποτα κακό.
      His competitors are slandering his company’s products.
    Οι ανταγωνιστές του δυσφημούν τα προϊόντα της εταιρείας του.
      The tabloid press slanders the reputations of honest citizens.
    Ο κίτρινος τύπος σπιλώνει υπολήψεις έντιμων πολιτών.
      He’s slandering an innocent person.
    Κακολογεί έναν αθώο.
      They slandered him in the papers.
    Τον διέσυραν στις εφημερίδες.
     συνώνυμα:  badmouth, belittle, besmirch, defame, demonize, denigrate, detract from, disparage, fling mud, libel, malign, shit talk, sling mud, smear και sully