δυσφήμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δυσφήμηση | οι | δυσφημήσεις |
γενική | της | δυσφήμησης* | των | δυσφημήσεων |
αιτιατική | τη | δυσφήμηση | τις | δυσφημήσεις |
κλητική | δυσφήμηση | δυσφημήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσφημήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσφήμηση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diffamation, → δείτε και τα ρήματα δυσφημίζω και δυσφημώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσφήμηση θηλυκό
- ενέργεια (δήλωση, διασπορά φημών) ή άλλες πράξεις κ.λπ.) με την οποία προσβάλλεται η υπόληψη, η δημόσια εικόνα κάποιου ή θίγονται τα συμφέροντά του (ισχύει και ευρύτερα, πέρα από πρόσωπα)
- ⮡ η δυσφήμησή μου ως επαγγελματία ξεκίνησε με όσα δήλωσε στη χθεσινή της συνέντευξη στην τηλεόραση
- ⮡ αυτά που έγραψε ήταν δυσφήμηση της εταιρίας μας
- ⮡ ο χτεσινός αγώνας μόνο δυσφήμηση για το ποδόσφαιρο μπορεί να χαρακτηριστεί
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δυσφημιστικός
- → δείτε τις λέξεις δυσ- και φήμη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσφήμηση
Πηγές
επεξεργασία- δυσφήμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας