↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφήμηση οι δυσφημήσεις
      γενική της δυσφήμησης* των δυσφημήσεων
    αιτιατική τη δυσφήμηση τις δυσφημήσεις
     κλητική δυσφήμηση δυσφημήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυσφημήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσφήμηση < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diffamation, → δείτε και τα ρήματα δυσφημίζω και δυσφημώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυσφήμηση θηλυκό

  • ενέργεια (δήλωση, διασπορά φημών) ή άλλες πράξεις κ.λπ.) με την οποία προσβάλλεται η υπόληψη, η δημόσια εικόνα κάποιου ή θίγονται τα συμφέροντά του (ισχύει και ευρύτερα, πέρα από πρόσωπα)
    ⮡  η δυσφήμησή μου ως επαγγελματία ξεκίνησε με όσα δήλωσε στη χθεσινή της συνέντευξη στην τηλεόραση
    ⮡  αυτά που έγραψε ήταν δυσφήμηση της εταιρίας μας
    ⮡  ο χτεσινός αγώνας μόνο δυσφήμηση για το ποδόσφαιρο μπορεί να χαρακτηριστεί

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία