Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσφημίζω < δυσφημώ < αρχαία ελληνική δυσφημῶ < δύσφημος < δυσ- + -φημος < φήμη

δυσφημίζω

  • ισχυρίζομαι ή διαδίδω κάτι που βλάπτει την εικόνα, τη φήμη, την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου
το γεγονός αυτό δυσφημίζει τη χώρα μας

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία