δυσφημίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδυσφημίζω
- ισχυρίζομαι ή διαδίδω κάτι που βλάπτει την εικόνα, τη φήμη, την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου
- το γεγονός αυτό δυσφημίζει τη χώρα μας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δυσφημίζω | δυσφήμιζα | θα δυσφημίζω | να δυσφημίζω | δυσφημίζοντας | |
β' ενικ. | δυσφημίζεις | δυσφήμιζες | θα δυσφημίζεις | να δυσφημίζεις | δυσφήμιζε | |
γ' ενικ. | δυσφημίζει | δυσφήμιζε | θα δυσφημίζει | να δυσφημίζει | ||
α' πληθ. | δυσφημίζουμε | δυσφημίζαμε | θα δυσφημίζουμε | να δυσφημίζουμε | ||
β' πληθ. | δυσφημίζετε | δυσφημίζατε | θα δυσφημίζετε | να δυσφημίζετε | δυσφημίζετε | |
γ' πληθ. | δυσφημίζουν(ε) | δυσφήμιζαν δυσφημίζαν(ε) |
θα δυσφημίζουν(ε) | να δυσφημίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δυσφήμισα | θα δυσφημίσω | να δυσφημίσω | δυσφημίσει | ||
β' ενικ. | δυσφήμισες | θα δυσφημίσεις | να δυσφημίσεις | δυσφήμισε | ||
γ' ενικ. | δυσφήμισε | θα δυσφημίσει | να δυσφημίσει | |||
α' πληθ. | δυσφημίσαμε | θα δυσφημίσουμε | να δυσφημίσουμε | |||
β' πληθ. | δυσφημίσατε | θα δυσφημίσετε | να δυσφημίσετε | δυσφημίστε | ||
γ' πληθ. | δυσφήμισαν δυσφημίσαν(ε) |
θα δυσφημίσουν(ε) | να δυσφημίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δυσφημίσει | είχα δυσφημίσει | θα έχω δυσφημίσει | να έχω δυσφημίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δυσφημίσει | είχες δυσφημίσει | θα έχεις δυσφημίσει | να έχεις δυσφημίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δυσφημίσει | είχε δυσφημίσει | θα έχει δυσφημίσει | να έχει δυσφημίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δυσφημίσει | είχαμε δυσφημίσει | θα έχουμε δυσφημίσει | να έχουμε δυσφημίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δυσφημίσει | είχατε δυσφημίσει | θα έχετε δυσφημίσει | να έχετε δυσφημίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δυσφημίσει | είχαν δυσφημίσει | θα έχουν δυσφημίσει | να έχουν δυσφημίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία δυσφημίζω