Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δύσφημος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
δύσφημος - ος -ον
που έχει κακή
φήμη
, κακό "
όνομα
"
υβριστικός
που μεταχειρίζεται δυσοίωνες λέξεις
Συγγενικά
επεξεργασία
δυσφημῶ
δυσφήμημα
δυσφημία
δυσφήμιστος