Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφημία οι δυσφημίες
      γενική της δυσφημίας των δυσφημιών
    αιτιατική τη δυσφημία τις δυσφημίες
     κλητική δυσφημία δυσφημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσφημία < αρχαία ελληνική δυσφημία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσφημία θηλυκό

  1. η κακή φήμη, το κακό "όνομα"
  2. ο τραυλισμός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσφημία οι δυσφημίες
      γενική της δυσφημίας των δυσφημιών
    αιτιατική τη δυσφημία τις δυσφημίες
     κλητική δυσφημία δυσφημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυσφημία < δύσφημος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυσφημία θηλυκό

  1. η κακή φήμη, το κακό "όνομα"
  2. η κακή φήμη, τα δυσοίωνα λόγια
  3. η κακολογία

Συγγενικά επεξεργασία