Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασύρω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

διασύρω

  • εξευτελίζω σε μεγάλο βαθμό κάποιον ή τιμή και την υπόληψή του

  Μεταφράσεις επεξεργασία