σπίλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπίλωση | οι | σπιλώσεις |
γενική | της | σπίλωσης* | των | σπιλώσεων |
αιτιατική | τη | σπίλωση | τις | σπιλώσεις |
κλητική | σπίλωση | σπιλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπιλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπίλωση < μεσαιωνική ελληνική σπίλωσις[1] < ελληνιστική κοινή σπιλόω < αρχαία ελληνική σπίλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπίλωση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σπιλώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σπίλωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)