Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπίλωση οι σπιλώσεις
      γενική της σπίλωσης* των σπιλώσεων
    αιτιατική τη σπίλωση τις σπιλώσεις
     κλητική σπίλωση σπιλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπιλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπίλωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπίλωση θηλυκό

  • πλήγμα κατά της ηθικής υπόστασης κάποιου

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία