σπιλώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασπιλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σπιλώνω
- θα σπιλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σπιλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασπιλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπίλωση